Σε πρώτο άκουσμα και πρώτη ανάγνωση, δεν ήταν άσχημες οι δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Ανάμεσα στα όσα είπε στο γιορταστικό κλίμα στο στρατόπεδο της Ευρύχου, ήταν και κάποια που αναδεικνύουν (κι είναι χρήσιμο που προέρχονται από τον ίδιο) τις αδυναμίες της (μη) υπάρχουσας βάσης των συνομιλιών. Απαντώντας σε προηγηθείσες επικριτικές δηλώσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη, διερωτήθηκε αν υπάρχει «ακόμα μία χώρα, όχι πλέον ομοσπονδία, όπου τελεί κάτω από την εγγύηση μιας τρίτης χώρας που εισέβαλε και κατέχει εδάφη της…». Αυτό βέβαια αφορά τη διεθνή πτυχή και δεν έχεις παρά να συμφωνήσεις στην ορθή γενικότητα, μέχρι να βρεθούν κάποιοι να δείξουν ανοχή σε… ολίγη κατοχή ή εγγυήσεις… με ολίγη! Πρόβλημα υπάρχει σε σχέση με την εσωτερική πτυχή, όταν αρχίσει η επιχειρηματολογία για (δήθεν) θεραπείες των αδιεξόδων της «λύσης». Είναι ατυχές να προσπαθείς να διορθώσεις κάτι που, όπως είναι, δεν διορθώνεται, επινοώντας υποτιθέμενες οδούς διαφυγής από τις κακοτοπιές – μέχρι που πέφτεις σε νέες…
Ξεκινήσαμε προ διμήνου με την αποκεντρωμένη διζωνικότητα για να ελαφρύνουμε τον ρόλο και τις σκοτούρες της κεντρικής κυβέρνησης, μεταφέροντας αρμοδιότητες στις «εθνικές» πολιτείες. Στόχος ήταν να απαλλαγούμε όλοι από τη δυσλειτουργία που θα έφερνε η ικανοποίηση της απαίτησης μιας θετικής τουρκοκυπριακής ψήφου για κάθε θέμα. Κι ήταν εύλογη και η υπόμνηση, από εκεί στην Ευρύχου, πως «είναι ένα η πολιτική ισότητα και άλλο η επιβολή της μίας συνιστώσας πολιτείας σε άλλη», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή την πολιτική ισότητα δεν καταλάβαμε πώς την εννοούνε «τα δυο μέρη» και πόσο δικαιότερη την κάνει το συχνό συμπλήρωμα πως δεν πρόκειται και για αριθμητική ισότητα. Μα όταν δεν υπάρχει αριθμητική ισότητα, σε εκπροσώπηση και συμμετοχή στη διακυβέρνηση, ο μόνος τρόπος να τη διασφαλίσεις είναι αναπόφευκτα το βέτο. Είπε και κάτι ακόμα ο Πρόεδρος ρωτώντας τον Ακιντζί αν υπάρχει «ανάλογο κράτος, όπου η μια των συνιστωσών πολιτειών καθορίζει την τύχη της άλλης»…
Με όλα τούτα όμως φτάσαμε, εμμέσως πλην σαφώς, να ταυτίζουμε πλήρως την κάθε συνιστώσα πολιτεία με την «αντίστοιχη» κοινότητα. Από την αμφισβήτηση του βέτο της κοινότητας, φτάσαμε στην αμφισβήτηση του βέτο της συνιστώσας πολιτείας. Είναι ή δεν είναι αυτό παραδοχή πως οι δύο πολιτείες ή ζώνες θα είναι εθνοκαθαρμένες; Tαιριάζει αλήθεια αυτό με την αποδοχή (από την ηγεσία) πως η κάθε πολιτεία ή ζώνη θα έχει μόνο τη μια από τις δύο επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταιριάζει και με την ουδέποτε διαψευσθείσα ή εξηγηθείσα αναφορά Ακιντζί προ τριετίας πως οι Ελληνοκύπριοι που θα επιστρέψουν (αν «χωράνε» στις ποσοστώσεις) θα στέλλουν τα παιδιά τους σε τουρκικά σχολεία. Ταιριάζει και με την αποδοχή (από την ηγεσία) πως η διοίκηση και η αστυνομία της κάθε πολιτείας ή ζώνης θα είναι αμιγής (σαν μέτρο ΑΠοικοδόμησης εμπιστοσύνης). Ταιριάζει και με τη «διεκδίκηση» για τέτοια γεωγραφική διευθέτηση ώστε σημαντικοί θρησκευτικοί και αρχαιολογικοί χώροι για τους Ελληνοκύπριους περιληφθούν στη δική τους πολιτεία ή ζώνη. Ταιριάζει και με την περίφημη εσωτερική ιθαγένεια (εφευρετικότητα κι αυτή!). Ταιριάζει και με την αποδοχή (από την ηγεσία) της κατάργησης των πολιτικών δικαιωμάτων των Κυπρίων που θα βρεθούν στη «λάθος» πολιτεία ή ζώνη. Πώς προστατεύονται, αλήθεια, αυτοί οι πολίτες; Όλα αυτά ταιριάζουν, όλο και περισσότερο, με την αντίληψη της νομιμοποίησης και μονιμοποίησης του διαχωρισμού, ο εφιάλτης της οποίας γίνεται όλο και περισσότερο συγκεκριμένος και χειροπιαστός…
Η πρόκληση για όσους, ανεξάρτητα από «εσωτερικές ιθαγένειες», οραματίζονται (ακόμα) μια πραγματικά ενωμένη πατρίδα είναι να συμπορευτούν ενάντια σε όσα χωριστικά μάς επιβάλλονται και η στήριξη της προοπτικής μιας ενωμένης κοινωνίας. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε σε ένα φυσιολογικό ευρωπαϊκό κράτος!
Καλή χρονιά!
Κυριάκος Τσιμίλλης – Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής
Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών