Άρθρο Προέδρου Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών κ. Γιώργου Περδίκη 

Το πλαίσιο αφερεγγυότητας που ψηφίστηκε το 2015, αυτό που προβλήθηκε ως το δίχτυ προστασίας των ευάλωτων δανειοληπτών, αποδείχθηκε ότι δεν έχει λειτουργήσει αφού πολύ λίγα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής έχουν εγκριθεί και υλοποιηθεί. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η αρνητική στάση των τραπεζών, οι οποίες ευρισκόμενες σε θέση ισχύος αρνούνται να συγκατανεύσουν σε σχέδια αποπληρωμής οφειλών που έχουν ετοιμάσει οι σύμβουλοι αφερεγγυότητας.

Κατά την άποψη μου το κύριο όπλο που έχουν στη διάθεση τους οι τράπεζες, μέσω του οποίου αποκτούν υπεροπλία έναντι των δανειοληπτών, είναι εκείνες οι πρόνοιες του περί αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων νόμου που καθορίζουν ότι “με την εφαρμογή του πλαισίου προστασίας των αφερέγγυων χρεωστών δεν θα βρίσκονται οι πιστωτές σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί πτώχευσης νόμου”.

Η πρόνοια αυτή επιτρέπει στις τράπεζες να απορρίπτουν τα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής. Υπάρχει βέβαια η διαδικασία του “μη συναινετικού σχεδίου αποπληρωμής”, όπου σε περίπτωση που ο πιστωτής απορρίψει το σχέδιο αποπληρωμής, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας υποβάλει μονομερώς ενώπιον δικαστηρίου αίτηση για έκδοση διατάγματος με το οποίο επιβάλλεται στον πιστωτή (πχ τράπεζα) το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

Ο πιστωτής έχει το δικαίωμα εντός 15 ημερών να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος. Εξ όσων πληροφορούμαι πολύ λίγα μη συναινετικά σχέδια αποπληρωμής έχουν κατατεθεί στο δικαστήριο και ΟΛΑ, όσα έχουν κατατεθεί, έχουν ακυρωθεί μετά από αίτηση ακύρωσης από τον πιστωτή (τράπεζα), η οποία σε όλες τις περιπτώσεις στηρίχθηκε στην πρόνοια που καθορίζει ότι δεν μπορεί κανένα σχέδιο αποπληρωμής να θέτει τον πιστωτή σε χειρότερη θέση από την κατάσταση πτώχευσης του χρεώστη. Η σύγκριση ενός σχεδίου αποπληρωμής με τα οφέλη που θα αποκομίσει ο πιστωτής από τη διαδικασία της πτώχευσης δεν είναι κάτι που μπορεί να κάνει ένας δικαστής. Το σύνηθες φαινόμενο είναι να αποδέχεται την θέση του πιστωτή (τράπεζας).

Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι δεν μπορούν να τους επιβληθούν σχέδια αποπληρωμής οι τράπεζες δεν συναινούν σε σχέδια που καθιστούν τους χρεώστες βιώσιμους. Αυτή είναι η βασική πρόνοια που επιχείρησα να τροποποιήσω πρόσφατα μέσω πρότασης νόμου ώστε να υπάρξει ισορροπία δυνάμεων μεταξύ πιστωτή και χρεώστη. Με άλλα λόγια θα ήθελα να ενδυναμωθεί η δυνατότητα “επιβολής” με νόμιμο και συνταγματικά σύννομο τρόπο στον πιστωτή ενός σχεδίου αποπληρωμής που θα ετοιμάσει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας και θα «επιβάλει» το δικαστήριο στο οποίο ο πιστωτής θα δικαιούται να προσφεύγει μόνο αν δεν τηρήθηκαν οι από το νόμο οριζόμενες τυπικού χαρακτήρα διαδικασίες.

Η αντίδραση των τραπεζών, της Κεντρικής Τράπεζας και της Κυβέρνησης ενώπιον της Βουλής ήταν όμως λυσσαλέα και τρόμαξε (κακώς) τους βουλευτές.

Πέραν της από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως αποτυχημένης προσπάθειας μου για τροποποίηση του νομικού πλαισίου για τα σχέδια αποπληρωμής ζήτησα να συζητηθεί ο τρόπος που θα συνδεθεί το σχέδιο ΕΣΤΙΑ με το πλαίσιο αφερεγγυότητας. Προφανώς όσοι αποταθούν στο ΕΣΤΙΑ και δεν γίνουν αποδεκτές οι αιτήσεις τους, λόγω αδυναμίας να ανταποκριθούν στο σχέδιο που θα τους προφέρει η τράπεζα, θα πρέπει να μπορούν να αξιοποιούν το πλαίσιο αφερεγγυότητας χωρίς κόστος με την παροχή μιας μορφής “νομικής αρωγής” δηλαδή θα πρέπει κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει την παροχή υπηρεσιών συμβούλων αφερεγγυότητας για τους μη βιώσιμους χρεώστες ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν αυτό το νομοθετικό πλαίσιο που εγκρίθηκε και μπήκε σε εφαρμογή πριν από τέσσερα χρόνια με τόσο πενιχρά αποτελέσματα, νοουμένου βεβαίως ότι θα τροποποιηθεί στο μεταξύ ώστε να γίνει επιτέλους αποτελεσματικό.

Τελικά ίσως δεν πρέπει να μιλούμε για αφερέγγυους δανειολήπτες αλλά για μια αφερέγγυα πολιτεία.