Ήταν θετικό το πρώτο βήμα της περασμένης Δευτέρας με τη συνάντηση στην παρουσία του ίδιου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Χωρίς το πρώτο βήμα (εν πολλοίς επικοινωνιακού χαρακτήρα) δεν γίνεται το δεύτερο κι όσα επόμενα χρειαστούν. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει πολλά κι αισιόδοξα. Εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι το πού ήθελες να πας και πού αναγκάζεσαι τώρα να πας, νομίζοντας μάλιστα πως το επιλέγεις, αν ο προορισμός είναι σαφής και ρεαλιστικός ή αν πρόκειται για ταξίδι στο άγνωστο και το πρωτόγνωρο ή, ακόμα, το ορατά επικίνδυνο. Ο χώρος της συνάντησης είχε τον συμβολισμό του, μάλλον όχι εκ προθέσεως (πέραν της υψηλής κατηγορίας του ξενοδοχείου). Δεν περνά απαρατήρητη η άμεση γειτνίαση με την (ανοιχτή πια) Πύλη του Βρανδεμβούργου που χώριζε για πολλά χρόνια τις γερμανικές «δυο πλευρές». Η πτώση, πάντως, εκείνου του τείχους δεν άφησε κατάλοιπα μόνιμου διαχωρισμού…
Τελικά είπαν ό,τι είπαν «οι δυο ηγέτες» μαζί και με τον (στην καλύτερη περίπτωση) ουδέτερο «διαιτητή» και μετέθεσαν τις προσδοκίες τους μετά τον Απρίλη, αναδεικνύοντας έτσι και την παράνομη διαδικασία των κατοχικών εκλογών ως πολιτικό ορόσημο και προσδίδοντας, αναπόφευκτα, παραπέρα πολιτική υπόσταση στον όποιο «εκλεγεί» στη βάση των επιλογών της Άγκυρας. Τις εξελίξεις τις έχει επιμελώς δρομολογήσει και μόνο για την ίδια δεν θα αποτελούν έκπληξη! Την ίδια ώρα έγινε ένα ακόμα βήμα στην καθιέρωση μιας όχι ακίνδυνης ορολογίας περί «τριμερούς», μιας ακόμα παράπλευρης απώλειας στη διαδικασία, που μακάρι να φέρει κέρδος για την Κύπρο.
Για τα κατοχικά στρατεύματα και τις εγγυήσεις δεν φαίνεται να έγινε ιδιαίτερη κουβέντα πέρα από το ότι αυτό πάει μετά τον «εκλογικό» Απρίλη και στο πλαίσιο μιας πενταμερούς διάσκεψης (μας έμεινε κι αυτή αντί του διαχρονικά ζητούμενου για διεθνή). Μπορούμε όμως να ξαναρχίσουμε, εμείς οι πολίτες, μια συζήτηση «από εκεί που μείναμε», πως δηλ. είναι αναχρονιστικό να υπάρχουν εγγυήσεις τρίτων χωρών –χώρια τα κατοχικά στρατεύματα. Αν αυτή η «τριμερής» οδηγήσει σε κάποιες αισιόδοξες συγκλίσεις, τότε θα μας πουν και θα μας συμβουλέψουν πως δεν πρέπει να θυσιαστούν και πως πρέπει να δείξουμε διάθεση για συμβιβασμό και στο θέμα των εγγυήσεων και των στρατευμάτων, μια κάποια χαλάρωση ή παρέκκλιση, σαν τις πολλές (πολεοδομικές και άλλες) στην καθημερινή μας ζωή. Εγγυήσεις και στρατεύματα αποτελούν δυο όψεις του κατοχικού νομίσματος…
Είναι η Τουρκία διατεθειμένη να δεχτεί κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των στρατευμάτων; Αν επιμένει σε μια μεταβατική περίοδο, δεσμεύεται πως θα σεβαστεί τη λήξη της; Ποιος μπορεί να το εγγυηθεί; Προβάλλεται η άποψη πως και με κατάργηση των εγγυήσεων, η Τουρκία μπορεί και να ξανάρθει «μια βόλτα» όποτε το κρίνει αναγκαίο για την ασφάλειά της. Ακόμα κι αν αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, όσο δυσκολότερο κι αν είναι, ουδόλως αποτελεί επιχείρημα για αποδοχή της προσωρινής(;) διατήρησης του «εγγυητικού» της ρόλου. Και πώς άραγε να εννοεί αυτόν τον ρόλο; Θα είναι παρκαρισμένη στρατιωτικά στην «απ’ εκεί» ζώνη ή απέναντι στα δοκιμασμένα ως ορμητήριο παράλια τής Μερσίνας και θα επεμβαίνει στην «απ’ εδώ» ζώνη όταν θεωρήσει πως υπάρχουν τρομοκράτες; Ε, τότε σίγουρα θα χρειαστεί και μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στις δυο ζώνες! Πολλές… φοβίες έχει τελικά ο σουλτάνος και πρέπει να το ψάξει! Μόλις πριν λίγες μέρες δηλώθηκε πως τους S-400 τους αγόρασε για να τους χρησιμοποιήσει αμυντικά όταν αισθανθεί πως κινδυνεύει – αλήθεια, από ποιον;
Η μέχρι τώρα συζήτηση για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις επικεντρώνεται στους φόβους της τουρκοκυπριακής κοινότητας και μάλιστα στη βάση του (πρακτικά) πλήρους γεωγραφικού διαχωρισμού. Πολύ λιγότερη κουβέντα γίνεται για την ασφάλεια του κάθε Κύπριου πολίτη. Πότε θα αισθάνεται περισσότερο ασφαλής; Στην «άλλη» ζώνη που είναι, όμως, εθνικά καθαρή και με μόνο τους «άλλους» σε όλες τις λειτουργίες, στη διοίκηση, την Αστυνομία, τις εκλογικές διαδικασίες, τη γλώσσα, την παιδεία; Δεν θα ‘ναι πολύ περισσότερο ασφαλής οπουδήποτε στο νησί αν η κοινωνία είναι πραγματικά ενωμένη, με τη συνύπαρξη και τη συνεργασία των πολιτών ανεξάρτητα από καταγωγή και θρησκεία, στη βάση του σεβασμού του καθενός, της διαφορετικότητας και των δικαιωμάτων του; Η μόνη προϋπόθεση για ασφάλεια των πολιτών είναι η κατανόηση του παρελθόντος και η αυτο-εγγύηση από τους μηχανισμούς της ίδιας της κοινωνίας, από τους ίδιους τους πολίτες που, σ΄αυτή την περίπτωση, θα θέλουν να προστατέψουν αυτό που έχει επιτευχθεί!