Της Αλεξίας Σακαδάκη, μέλους της Κεντρικής Επιστροπής του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτων

Σήμερα, ένα μήνα μετά το Κραν Μοντάνα, ακόμα με δισταγμό βλέπουμε να εκφράζονται οι πρώτες προσπάθειες απολογισμού και απάντησης του μέγα ερωτήματος, «τι πήγε λάθος»; Ήταν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης άτεγκτος, η Ελλάδα δια του κ. Κοτζιά δεν επέδειξε την αναγκαία ευελιξία, ή μήπως επιτέλους, οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να σταματήσουμε να τα θέλουμε όλα δικά μας;

Και τα τρία αυτά ερωτήματα, υπό μορφή θέσεων ακούστηκαν στη δημόσια σφαίρα, τις ημέρες που ακολούθησαν της αποτυχίας της διαδικασίας. 

Ασφαλώς όμως, ο μόνος λόγος για να θελήσει κάποιος να οδηγήσει τη συζήτηση σε αυτή την κατεύθυνση, είναι επειδή προσπαθεί να αποφύγει την πραγματικότητα. Εκτός και αν πράγματι υπάρχει κανείς που θα κρίνει ως άτεγκτη τη στάση του Προέδρου Αναστασιάδη, με τις υποχωρήσεις του, εκτός και αν βαφτίζουμε ελληνικό μαξιμαλισμό τη διεκδίκηση να ζήσουμε σε ένα κράτος χωρίς «προστάτες» και κατοχικό στρατό.

Απεναντίας, το Κραν Μοντάνα αν μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα συμπέρασμα, αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη να σταματήσουμε να κατηγορούμε διαρκώς τους εαυτούς μας, πηγαίνοντας βήματα πίσω. Ιδίως δε, αν αυτή η στάση εκκινεί από την πεποίθηση πως έτσι θα καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία. Το ναυάγιο των συνομιλιών του Κραν Μοντάνα, λειτουργεί ως ένα ορόσημο, που οφείλει να μας κάνει να καταλάβουμε την πραγματικότητα.

Το κυπριακό πολιτικό σύστημα απέτυχε. Επί μια δεκαετία ακολουθούμε μια στρατηγική που πάντα συναντά τα όριά της στην τουρκική μεγαλομανία. Στην πραγματικότητα όμως είναι μια στρατηγική που ο σχεδιασμός της, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια τέτοια κατάληξη. Όσο το Κυπριακό εκλαμβάνεται -ή επιτρέπουμε να εκληφθεί- ως ζήτημα μιας δικοινοτικής διάστασης απόψεων, η Τουρκία πάντα θα βρίσκει περιθώριο για να προσδώσει στον εαυτό της το ρόλο του τοποτηρητή της περιοχής.

Τούτη την ώρα, το πλέον επείγον ζήτημα, έχει να κάνει με την απόσυρση των υποχωρήσεων που έγιναν στο Κραν Μοντάνα. Για εμάς αποτέλεσε ολέθριο σφάλμα -τακτικό, αλλά και ουσίας- η παρουσίασή τους από τον Πρόεδρο, ελπίζοντας είτε σε μεταβολή των τουρκικών θέσεων, είτε αν μη τι άλλο, σε blame game με ηττημένη την Τουρκία. Τελικά όμως καμία μεταβολή στις θέσεις δεν υπήρξε, (σχεδόν) κανείς δεν αναφέρεται στην τουρκική ευθύνη για το ναυάγιο και απλώς κινδυνεύουμε να μας μείνουν οι υποχωρήσεις.

Αφού ξεκαθαριστεί ότι για εμάς αυτές οι θέσεις δεν υπάρχουν, οφείλουμε να απευθυνθούμε στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. ζητώντας ευθείς τοποθετήσεις από θέση Αρχής, για τις αξιώσεις της Τουρκίας. Είναι αποδεκτή, βάσει του κοινοτικού κεκτημένου, η παρουσία στρατού τρίτης χώρας επί του εδάφους κράτους – μέλους; Ή μήπως είναι αποδεκτά τα εγγυητικά δικαιώματα; Χωρίς να απαντηθούν οι δύο αυτές θεμελιώδεις ερωτήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολύ φοβούμαι πως πάντα θα ελπίζουμε σε μια παρέμβαση της Ε.Ε. και πάντα αυτή θα περιορίζεται σε ένα χλιαρό ευχολόγιο και δέσμευση για στήριξη της (όποιας) λύσης.

Η ουσιαστική διεθνοποίηση του ζητήματος, είναι ένα στοιχείο κλειδί, για την αλλαγή της τουρκικής στάσης και η μόνη πραγματικά προωθητική διέξοδος, από το σημείο που μας έφερε μια λανθασμένη στρατηγική. Το “λύση να΄ναι κι ότι να΄ναι” είναι το ίδιο επικίνδυνο και απορριπτέο  με το “εμείς ποδά, τζείνοι ποτζεί”. Όσοι υπηρετούν αυτά τα συνθήματα γίνονται τελάληδες της καταστροφής της Κύπρου και του λαού μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Απαιτείται άμεση αναθεώρηση της στρατηγικής μας. Μια νέα στρατηγική μακριά από τη λογική του αυτομαστιγώματος και του εξευμενισμού του «τέρατος», χωρίς άλλες υποχωρήσεις. Αποδείχτηκε πως αυτές, μόνο το τουρκικό θράσος εκτρέφουν. Χρειαζόμαστε μια νέα προσέγγιση στον τρόπο που θα αναζητήσουμε τη λύση.

Διότι όπως είπε ο Αϊνστάιν, «είναι ανόητο να περιμένεις να έχεις άλλο αποτέλεσμα όταν ακολουθάς την ίδια διαδικασία».