Από την πρώτη στιγμή που κατατέθηκε το σχέδιο ΕΣΤΙΑ, ως Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, προειδοποιούσαμε για τους κινδύνους που αυτό ελλοχεύει. Ένα σχέδιο που δημιουργήθηκε για να βοηθηθούν οι Τράπεζες – που ήταν οι συγγραφείς του – και όχι οι πολίτες.
Το πρόβλημα όμως έχει βαθύτερες ρίζες και οι παγίδες που κρύβει φανερώνονται η μια μετά την άλλη.
Μόλις τρεις εβδομάδες από την έναρξη του σχεδίου – που περιμέναμε για τρία σχεδόν χρόνια – δημοσιογραφική έρευνα του rpn.com.cy, αποκαλύπτει πως η Altamira – η οποία έπρεπε να διαχειρίζεται τις αιτήσεις στο σχέδιο ΕΣΤΙΑ – τις ανέθεσε σε άλλες έξι (!) εταιρείες, κάτι που αποτελεί κατάφωρη παράβαση των θεσμικών κανόνων (αλλά όχι του νομικού πλαισίου αφού τέτοιο δεν υπάρχει).
Εταιρείες που παρείχαν και συμβουλές ένταξης στο ΕΣΤΙΑ στους δανειολήπτες με το αζημίωτο, καθώς τα «ειδικά γραφεία με σύμβουλους» που δημιουργήθηκαν, χρεώνουν στους δανειολήπτες – που ειρήσθω εν παρόδω δυσκολεύονται να πληρώσουν τις δόσεις τους – από 500 έως και 3.000 ευρώ.
Το Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών καυτηριάζει το γεγονός ότι η εκμετάλλευση των δανειοληπτών συνεχίζεται με πρόσχημα αυτή τη φορά την δήθεν παροχή βοήθειας τους ώστε να συμπληρώσουν τις αιτήσεις για το “ΕΣΤΙΑ”. Καλούμε άμεσα τους αρμοδίους να προχωρήσουν στη διεξαγωγή έρευνας για τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας.
Ο Πρόεδρος του Κινήματος, κ. Γιώργος Περδίκης κατέθεσε ερώτηση στον υπό παραίτηση Υπουργό Οικονομικών κ. Χάρη Γεωργιάδη για τις ενέργειες των εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν. Παράλληλα κατάφερε να εγγράψει θέμα στην κοινοβουλευτική επιτροπή, σχετικό με τον έλεγχο των εταιρειών αυτών.
Οι ευάλωτοι δανειολήπτες δεν είναι πιόνια στο παιχνίδι των τραπεζών και των συμφερόντων των τρίτων. Η οικονομική κρίση γονάτισε τους πολίτες, οι οποίοι καλούνται τώρα να πληρώσουν τα σπασμένα των ανεύθυνων και λανθασμένων χειρισμών των κυβερνώντων.
Το σχέδιο ΕΣΤΙΑ υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει ένα πιο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και να γίνει μια ύστατη σανίδα σωτηρίας των οικονομικά ευάλωτων ομάδων των δανειοληπτών και όχι μέσο εκμετάλλευσης των εχόντων και κατεχόντων.