«Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου

πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού

πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν

κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού…»

      Mέρα Πολυτεχνείου και γυρνάμε πίσω 46 χρόνια, σ΄εκείνη τη μεγαλειώδη αντιφασιστική εξέγερση. Είναι, άραγε, ευκαιρία μόνο για μια οφειλόμενη επετειακή αναφορά, με λόγους αγωνιστικούς και διακηρύξεις; Σίγουρα, όχι, αν είναι να μείνουμε μόνο σ΄αυτά! Αποτελούσε, άραγε, εκείνος ο ξεσηκωμός μια «απερίσκεπτη» εκδήλωση; Πέρασαν πολλά χρόνια για να επινοηθεί ο όρος! Ποιος είναι ο απόηχος του Πολυτεχνείου στο πέρασμα του χρόνου; Τι έμεινε από τη ματωμένη σημαία της ΕΦΕΕ που προπορεύεται κάθε χρόνο της καθιερωμένης πορείας μνήμης; Το αίμα, συμβολική σφραγίδα γνησιότητας, μπορεί αναπόφευκτα να ξεθωριάζει στον χρόνο. Μένουν ζωντανά όλα τα άλλα;

      Η ιστορία κάνει τις αξιολογήσεις της. To ξέρουμε πως το Πολυτεχνείο, πέραν από καταλύτη εξελίξεων, αποτέλεσε και σημείο αναφοράς και νέα αφετηρία αγώνα για το δίκαιο και τη δημοκρατία, φάρο διεκδικήσεων ακόμα και για το «αδύνατο». Ποιος καθορίζει το «αδύνατο»; Όσοι αρκούνται με τους «έντιμους» συμβιβασμούς; Πόσο έντιμος είναι ένας συμβιβασμός αν στηρίζεται στο άδικο και τον εκβιασμό της δύναμης τόσο που η συνέχεια να μην προδικάζεται λειτουργική; Σίγουρα, η Χούντα δεν έπεσε μαζί με τη σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου. Έπεσε η μια συμμορία για να τη διαδεχτεί η άλλη, που έπεσε μόνο όταν έπεφτε η Κερύνεια… 

      Δεμένη μαζί με το Πολυτεχνείο και η Κύπρος. Τα πρώτα κατοχικά χρόνια πέρασαν με την αναζήτηση μιας προοπτικής ειρήνης. Οι πρώτες συνομιλίες, οι πρώτες υποχωρήσεις μέχρι που φτάσαμε (χωρίς να σταματήσουμε) στις οδυνηρές που δηλώθηκαν και ως οι τελευταίες (που δεν ήταν). Στο μεταξύ το κατοχικό καθεστώς έβαλε «τα καλά του» κι έγινε ψευδοκράτος. Το αμφισβητήσαμε, εντός κι εκτός Κύπρου. Τα Ηνωμένα Έθνη έβγαλαν αποφάσεις και ψηφίσματα. Στην αρχή ήταν προϋποθέσεις για να φτάσουμε μέσα από συνομιλίες στην ειρήνη. Ύστερα;

      Τα πρώτα χρόνια οι κινητοποιήσεις, επετειακές και άλλες, είχαν παλμό και αγωνιστικότητα. Μαθητές, σπουδαστές, νεολαίοι κι άλλοι μεγαλύτεροι. Σταδιακά άρχισαν κάποιοι να ειρωνεύονται κι άλλοι να νουθετούν εξηγώντας με δικά τους λόγια την «ειρήνη». Κάποιους ενοχλούσε (ανεξήγητα) από τότε το σύνθημα «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια». Μα όταν μιλούμε για επανένωση, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σύνορα; Γι’ αυτό και τα σύνορά μας είναι η ακτογραμμή! Μα και το μεταγενέστερο «η λύση περνά από την Κερύνεια» σίγουρα δεν εννοούσε πως αφήνουμε έξω την Κερύνεια. Το ίδιο και η σαφής δήλωση πως «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω». Κι όμως, χωρίς να καταλάβουμε τις εννοιολογικές και συνειδησιακές προεκτάσεις, φτάσαμε να διαδηλώνουμε πως «η Μόρφου είναι ελληνική», «η Καρπασία είναι ελληνική» κι ύστερα «κόκκινη γραμμή η επιστροφή της Μόρφου», «ειδικό καθεστώς για την Καρπασία»… Και η Κερύνεια;

      Σταδιακά αυτά που και ο διεθνής οργανισμός απαιτούσε να καταργηθούν έγιναν συστατικά ενός «καλού κλίματος» που δεν έπρεπε να διαταραχτεί για να φτάσουμε στην ειρήνη. Και το κλίμα γινόταν (και γίνεται) όλο και «καλύτερο». Μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή 45χρονη πραγματικότητα που κινδύνεψε να διαταραχτεί από την «ανεπίτρεπτη» ενέργεια του 16χρονου Λυσιώτη να κατεβάσει την κατοχική σημαία! Ο όρος ήταν τότε άγνωστος και χρειάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια για να επινοηθεί στο πλαίσιο, ίσως, ενός εμπλουτιζόμενου γλωσσαρίου. Σίγουρα δεν χρειαζόμαστε άλλους ήρωες. Ήδη έχουμε πολλούς που, ερήμην τους, στα μνημόσυνά τους και (οι μέχρι πρόσφατα αγνοούμενοι) τις κηδείες τους, κάποιοι βρίσκουν μικρόφωνο για (παρ)ερμηνείες της θυσίας τους, αλλά και για δηλώσεις για ποικίλα θέματα.

      Η κατοχική πραγματικότητα γίνεται όλο και περισσότερο άσχημη γιατί προβάλλεται πως, με λίγα φτιασίδια, θα μετονομαστεί σε λύση του Κυπριακού –κι έτσι θα έρθει η ειρήνη… Όλο και φτωχότερο το περιεχόμενο ψηφισμάτων μα και των δικών μας διεκδικήσεων. Χωριστές εθνοτικά οι (δυο) ζώνες, χωριστές οι γλώσσες, χωριστή η διοίκηση, χωριστή η Αστυνομία, χωριστές κι οι εκλογές κι όλα τα άλλα τα πολλά διαχωριστικά, πάντα σε εθνοτική βάση…

      Οι αγώνες των λαών για μια δίκαιη και πραγματική δημοκρατική κοινωνία συνεχίζονται και θα συνεχίζονταν ακόμα κι αν δεν υπήρχε το ευρωπαϊκό κεκτημένο – άλλωστε δεν είναι όλοι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πόσο χρήσιμοι είναι οι επετειακοί λόγοι και διακηρύξεις, αν το περιεχόμενό τους πρέπει να είναι τόσο φτωχό αν θέλει να είναι συμβατό με την πράξη;