Η πρόταση για Ειδικό Αντιπρόσωπο που να προέρχεται και να έχει εμπειρία από το ευρωπαϊκό κεκτημένο τέθηκε επανειλημμένα ενώπιον του Πρόεδρου της Δημοκρατίας αλλά ποτέ δεν είχε υιοθετηθεί επισήμως.

Χαιρετίζουμε την όψιμη υιοθέτηση της εισήγησης μας από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, αν μιλούμε για το ίδιο πράγμα. Διότι ευρωπαίος ήταν και ο Άιντε αλλά είναι πλέον πανθομολογούμενο ότι συμπεριφέρθηκε μεροληπτικά εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Ακόμα και οι τελευταίες του δηλώσεις ήταν ένας ύμνος για την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Ο Άιντε αν και Ευρωπαίος, συμπεριφέρθηκε μάλλον ως πρώην (ή και μελλοντικός) αξιωματούχος του ΝΑΤΟ που θωπεύει τη “μεγάλη” στρατιωτική σύμμαχο χώρα, Τουρκία.

Συνεπώς η περίπτωση του κ. Άιντε πρέπει να διδάξει τον κ. Αναστασιάδη ότι δεν αρκεί να είναι Ευρωπαίος ο νέος Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει να είναι πολιτικός που να έχει αποδείξει ότι υπηρετεί τις αρχές και αξίες του ΟΗΕ και να μην είναι υποχείριο των μεγάλων συμμάχων της Τουρκίας, μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ως Ευρωπαίος πολιτικός πρέπει να υποστηρίζει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεντημένου στη συμφωνία λύσης του Κυπριακού, χωρίς μόνιμες παρεκκλίσεις και εκπτώσεις.

Τέλος -για να λέμε και του στραβού το δίκαιο- μεγάλη ευθύνη για τη συμπεριφορά του εκάστοτε Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών έχει η Κυπριακή ηγεσία. Όταν στέλνονται αμφίσημα μηνύματα, χωρίς συνοχή, μέτρο και στοχοπροσήλωση, που τα διαπνέει μια διαχρονική υποχωρητικότητα, πολύ γρήγορα ο εκάστοτε Ειδικός Αντιπρόσωπος (Ευρωπαίος ή μη, δεν έχει σημασία) κατανοεί προς ποια κατεύθυνση πρέπει να στρέψει τις πιέσεις του.

Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν δεν είναι η καταγωγή του νέου Ειδικού Αντιπροσώπου που έχει σημασία, αλλά η στάση της Κυπριακής ηγεσίας στο κυπριακό.