Όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σχετικά με το χώρο της σχεδιαζόμενης ανάπτυξης της Αρχιεπισκοπής στη Γεροσκήπου, είναι δηλωτικά μιας σειράς προβληματικών λειτουργιών του κράτους.
Η αδράνεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, να προχωρήσει σε διερευνητική ανασκαφή, προκειμένου να ανακαλυφθεί η φύση των αρχαιοτήτων, έδωσε την ευκαιρία στα μεγάλα “μέσα” του Αρχιεπισκόπου να πετύχουν αποχαρακτηρισμό της έκτασης που επιδιώκει να “αναπτύξει” η Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Έτσι, η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη της Αρχιεπισκοπής προβλέπεται απλώς να “ξεχνά” την ύπαρξη των αρχαιοτήτων, στα θεμέλια των πολυτελών εγκαταστάσεων.
Η ανάπτυξη μαμούθ που σχεδιάζεται, συνοδεύτηκε όπως πληροφορούμαστε από τα σχετικά δημοσιεύματα, από τις ανάλογες πιέσεις σε επίπεδο δημοτικών συμβούλων, προκειμένου αυτοί να εγκρίνουν τα έργα.
Ταυτόχρονα, η παρακείμενη θαλάσσια περιοχή, στην οποία ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε τη δημιουργία τεχνητού νησιού με ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, εντάσσεται στο σχέδιο Natura 2000.
Κάθε ένα από τα παραπάνω στοιχεία, κάνουν πρόδηλη την αδυναμία του κυπριακού κράτους να λειτουργήσει ως θεσμικός υπερασπιστής του δημοσίου συμφέροντος. Αντ’ αυτού φαίνεται να προωθεί κατά περίπτωση “αναπτύξεις”, όχι βάσει του υπολογισμού κόστους – οφέλους, αλλά βάσει των μετόχων που απαρτίζουν την κοινοπραξία.
Επιτέλους, πρέπει να γίνει σαφές, πως ο αρχαιολογικός, πολιτιστικός και φυσικός πλούτος της Κύπρου δε μπορεί να αντιμετωπίζονται ως εμπόδιο. Επίσης σαφές πρέπει να γίνει, ότι σε μια στοιχειωδώς λειτουργούσα οικονομία, οι όροι είναι κοινοί για όλους τους πιθανούς επενδυτές, ανεξαρτήτως των άλλων ιδιοτήτων των μετόχων.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν πρέπει να έχει ασυλία, ούτε να τυγχάνει ευνοϊκής μεταχείρισης σε θέματα ανάπτυξης ή προστασίας των νόμων. Όλη αυτή η ιστορία μπορεί να αποτελεί την εξήγηση της χλιαρής στάσης του Αρχιεπισκόπου έναντι της κυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη.