Συμφωνούμε ότι η Κυβέρνηση δεν πρέπει να επεμβαίνει στη δικαστική διαδικασία. Τα δικαστήρια πρέπει να φαίνονται και να είναι ανεξάρτητα από κάθε άλλη εξουσία της Δημοκρατικής μας Πολιτείας.
Δεν μπορούμε όμως να μην παραδεχτούμε ότι στην περίπτωση της καταδίκης της 19χρονης Βρετανίδας για ψεύδη καταγγελία, η διαχείριση της υπόθεσης από δικαστικές και αστυνομικές αρχές οδηγεί σε μεγαλύτερη «δημόσια βλάβη» από ότι η ίδια η πράξη για την οποία καταδικάστηκε.
Διερωτόμαστε αν όντως η δικαιοσύνη σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε αμερόληπτα και χωρίς έξωθεν επεμβάσεις. Προκύπτει για παράδειγμα το ερώτημα αν ο χειρισμός θα ήταν ο ίδιος εάν επρόκειτο για δώδεκα Κύπριους νέους ή (ακόμα) για δώδεκα Πακιστανούς; Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα έπρεπε να είχαν καταγγελθεί και οι νεαροί για αδικήματα που θεωρούνται πολύ πιο σοβαρά από τη «ψεύδη καταγγελία»;
Η απόφαση του δικαστηρίου θα κριθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο και ενδεχομένως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Δεν θα ασχοληθούμε (και δεν μας επιτρέπεται άλλωστε) με την ίδια την απόφαση.
Τα γεγονότα έχουν προεκτάσεις που αφορούν κι άλλες πτυχές της δημόσιας ζωής όπως π.χ. πόσο ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα είμαστε;
Η πρόσφατη περίπτωση με τον Κούρδο Τσερκέζ Κορκμάζ που ταλαιπωρήθηκε για μήνες κρατούμενος υπό συνθήκες υψίστης ασφαλείας από τις Κυπριακές αρχές γιατί ένα περιφερειακό Γερμανικό Δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει την έκδοση του στη Γερμανία για να δικαστεί για τρομοκρατία με αστεία επιχειρήματα είναι χαρακτηριστική. Όταν πρόκειται για τα ανθρώπινα δικαιώματα οι Κυπριακές αρχές φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αδιάφορες προκειμένου να ικανοποιήσουν έξωθεν απαιτήσεις.