Με πολύ ενδιαφέρον, ως Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, παρακολουθούμε τις συνεχείς εξελίξεις στο θέμα της αντιπαράθεσης στο χώρο της παιδείας. Δυστυχώς παρατηρούμε ότι οι δύο πλευρές, εκπαιδευτικοί και υπουργός, τεντώνουν το σχοινί, την ώρα που η εμπλοκή του Αρχιεπισκόπου πυροδοτεί επίσης νέες αντιδράσεις.

Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους της αψυχολόγητης παρέμβασης του Αρχιεπισκόπου  στα θέματα της αντιπαράθεσης μεταξύ του υπουργείου και των εκπαιδευτικών. Θεωρούμε ότι ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε αδικαιολόγητα έντονος στις τοποθετήσεις του εναντίον των εκπαιδευτικών χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος. Κατακρίβειαν ο Αρχιεπίσκοπος κακώς αναμίχθηκε σε μια κατά βάση συνδικαλιστική διαφορά, πάρα τις όποιες έμμεσες επιπτώσεις έχει στα ευρύτερα θέματα της παιδείας.

Επίσης, ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός φαίνεται να προχωρεί με ετσιθελικό, και αυταρχικό τρόπο, στην επιβολή των αδιάλλακτων θέσεων του, επικαλούμενος το Υπουργικό Συμβούλιο, προσθέτοντας στο ήδη τεταμένο κλίμα, περισσότερο «λάδι στη φωτιά».

Ως Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών καλούμε όλους τους εμπλεκόμενους αλλά και όσους τοποθετούνται στα θέματα που αφορούν την παιδεία, να επιδείξουν την δέουσα προσοχή και νηφαλιότητα.

Ταυτόχρονα, καλούμε για άλλη μια φορά τον Υπουργό Παιδείας να ακούσει τις οργανώσεις των εκπαιδευτικών με ανοιχτό μυαλό και να προσέλθει σε ένα ειλικρινή διάλογο, από μηδενική βάση, εξαιρώντας ακόμα και τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον των μαθητών και της παιδείας.

Στόχος του υπουργού και της κυβέρνησης πρέπει να είναι η εξοικονόμηση πόρων, οι οποίοι όμως πρέπει να επενδυθούν στην παιδεία.  Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί όμως με έντονες τοποθετήσεις, κινήσεις και δηλώσεις που πυροδοτούν αντιδράσεις και επιδεικνύουν μια  φασιστική, ετσιθελική πολιτική επιβολής αποφάσεων, όπως την αιφνιδιαστική αφαίρεση των προνομίων των συνδικαλιστών. Ήταν μια αχρείαστη επίδειξη δύναμης από τον υπουργό, που έχει πυρπολήσει το ήδη τεταμένο κλίμα.

Οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών έχουν επίσης ρόλο να διαδραματίσουν στην όλη υπόθεση, καθώς πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι για να εξοικονομηθούν πόροι προκειμένου να επενδυθούν σε νέες προσλήψεις και ανάγκες στην παιδεία, επιβάλλεται  μείωση των αποσπάσεων και μείωση των ωρών απαλλαγής.

Αν όλοι όσοι εμπλέκονται στον κυκεώνα που προκλήθηκε στην παιδεία, κόπτονται πραγματικά για αυτή, δεν είναι δύσκολο να μετριάσουν εκατέρωθεν τις απαιτήσεις τους και χωρίς την ύπαρξη αυτών των έντονων και επικίνδυνων διαξιφισμών να βρεθεί η σωστή λύση.  Μας φοβίζει όμως το γεγονός ότι τέτοια πρόθεση δεν έχει ακόμα επιδειχθεί από κανένα και ιδιαίτερα την κυβέρνηση.